Κορομηλιά – Prunus cerasifera
Κορομηλιά
Prunus cerasifera

Η κορομηλιά (Prunus cerasifera) είναι ένα πολυετές, φυλλοβόλο δέντρο, με καταγωγή από τη νοτιανατολική Ευρώπη και τη δυτική Ασία. Μπορεί να έχει τη μορφή μεγάλου θάμνου ή ψηλού δέντρου, με ύψος που μπορεί να φτάσει και τα 12 μέτρα. Τα φύλλα της είναι πράσινου έως βυσσινοκόκκινου χρώματος, λεία, ωοειδή, μήκους 3-7 εκατοστών, συχνά οδοντωτά στην περιφέρεια. Τα άνθη της φύονται σε ταξιανθίες πριν από το φύλλωμα, πολύ νωρίς, συχνά και στα τέλη του χειμώνα. Είναι λευκού ή απαλού ροζ χρώματος, περίπου 2 εκατοστών, με 5 πέταλα και πολυάριθμους στήμονες. Ο καρπός είναι δρύπη, το γνωστό μας κορόμηλο, και είναι βρώσιμο. Τα κορόμηλα είναι μικρά σε μέγεθος, σφαιρικά αρχικά πράσινα και σκληρά και καθώς ωριμάζουν αποκτούν κιτρινοπράσινο έως κόκκινο ή και βαθύ μοβ χρώμα, ανάλογα την ποικιλία και γίνονται πιο χυμώδη και γλυκά. Η περίοδος ωρίμανσης, το τελικό χρώμα και η γεύση των κορόμηλων διαφέρει και εξαρτάται από την ποικιλία και τις επικρατούσες συνθήκες. Γενικά, είναι είδος που αυτογονιμοποιείται, αλλά μπορεί να υπάρξει και σταυρεπικονίαση με άλλες ποικιλίες κορομηλιάς.

Η κορομηλιά αγαπά τις ηλιόλουστες ή ημισκιερές θέσεις και τα μέτριας γονιμότητας, υγρά, αλλά με καλή αποστράγγιση εδάφη. Μεγαλύτερη ανθοφορία και καρπόδεση επιτυγχάνεται σε θέσεις με πολύ ηλιακό φως. Πρόκειται, σε γενικές γραμμές, για σκληραγωγημένο φυτό, ιδιαίτερα ανθεκτικό στο ψύχος. Το κλάδεμα είναι μία απαραίτητη καλλιεργητική φροντίδα που χρειάζεται. Αν αφαιρούνται οι παραφυάδες από τη βάση, τότε διαμορφώνεται ως δέντρο, με τον κίνδυνο, ωστόσο, να εξασθενήσει πιο γρήγορα ή σε κάποιο ακραίο φαινόμενο να μην μπορέσει να επιβιώσει. Προτιμά τη μοναξιά και όχι τη γειτνίαση με άλλα δέντρα. Προσβάλλεται από έντομα όπως η Οπλοκάμπη, αλλά και μυκητολογικές ή/και βακτηριακές ασθένειες. Για το λόγο αυτό, απαιτείται συνεχής παρακολούθηση και τήρηση όλων των κανόνων υγιεινής για την αποφυγή προσβολών. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται κυρίως με εμβολιασμό σε υποκείμενα αμυγδαλιάς, αλλά και με σπόρο.

Η κορομηλιά φυτεύεται κυρίως για την παραγωγή των καρπών της, αλλά και ως καλλωπιστικό δέντρο, χάρη στην εντυπωσιακή της εικόνα την περίοδο ανθοφορίας της, μιας που είναι και από τα πρώτα δέντρα που βγαίνουν από το χειμερινό λήθαργο, σηματοδοτώντας τον ερχομό της άνοιξης. Τα κορόμηλα χρησιμοποιούνται για νωπή κατανάλωση ως φρούτο, καθώς περιέχουν πληθώρα αντιοξειδωτικών συστατικών. Ταυτόχρονα, αποτελούν βασικά συστατικά πολλών συνταγών μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, όπως διάφορα παραδοσιακά πιάτα της Γεωργίας και μαρμελάδες, αντίστοιχα. Για την αξιοποίηση της ιδιαίτερης ομορφιάς της κατά την περίοδο της άνθισης φυτεύεται σε κήπους, ενώ χάρη στο επιπόλαιο ρίζωμά της, που δεν απαιτεί βαθιά εδάφη, δύναται να εγκατασταθεί εύκολα και σε γλάστρες, στολίζοντας αυλές και μπαλκόνια. Κάποιες ποικιλίες με εντυπωσιακό φύλλωμα δίνουν την ευκαιρία να αποτελέσουν συστατικά στολισμού σε εσωτερικούς χώρους μέσα σε ανθοδοχεία και συνθέσεις. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως, όπως ισχύει και για όλα τα φυτά που ανήκουν στο γένος Προύμνη, έτσι και στην κορομηλιά υπάρχουν μέρη που περιέχεται κάποια ποσότητα υδροκυανίου. Αν και αυτό συναντάται κυρίως στα σπέρματα και στα φύλλα, καλό είναι να αποφεύγεται η κατανάλωση κορόμηλων με έντονα πικρή γεύση. Σύγχρονες μελέτες λαμβάνουν χώρα, που προσπαθούν να διαπιστώσουν πιθανές θεραπευτικές ιδιότητες που εμπεριέχουν τα διάφορα τμήματα της κορομηλιάς.

Η χορήγηση και η κατανάλωση των φυτών και των βοτάνων πρέπει πάντοτε να γίνεται με την καθοδήγηση κάποιου ειδικού ιατρού – θεραπευτή. Οι παρούσες πληροφορίες δεν αποτελούν συμβουλές για χρήση ή κατανάλωση φυτών και βοτάνων, αλλά έχουν καθαρά ενημερωτικό σκοπό.