Ο ελαίαγνος (Elaeagnus ebbingei) είναι αειθαλής καλλωπιστικός θάμνος που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 3 μέτρα. Το όνομά του έχει ελληνικές ρίζες, προερχόμενο από τις λέξεις ελιά και αγνός. Πρόκειται για υβρίδιο, αποτέλεσμα διασταύρωσης δύο ειδών του ίδιου γένους, E. macrophylla x E. pungens. Υπάρχουν ποικιλίες ελαίαγνου με αποχρώσεις πράσινου φυλλώματος, καθώς και ποικιλίες πανασέ με διχρωμία του φυλλώματος, όπως πράσινο με κίτρινο. Γενικά, τα φύλλα του είναι ελλειπτικού σχήματος και δερματώδη. Ο ελαίαγνος ανθίζει λίγο καθυστερημένα το φθινόπωρο, σχηματίζοντας ταξιανθίες λευκών – κρεμ, απέταλων ανθέων, που είναι πολύ αρωματική, αλλά χωρίς ιδιαίτερα καλλωπιστικό ενδιαφέρον. Τα άνθη δίνουν τη θέση τους στους μικρούς κόκκινους καρπούς του, την περίοδο του χειμώνα, που είναι πλέον ώριμοι την άνοιξη και είναι βρώσιμοι.
Ο ελαίαγνος είναι φυτό γρήγορης ανάπτυξης, χωρίς ιδιαίτερες καλλιεργητικές φροντίδες. Προτιμά τις ηλιόλουστες ή ημισκιερές θέσεις, αλλά μπορεί να επιβιώσει και σε σκιερές. Χρειάζεται μέτρια υγρά και καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη, αν και μετά την πλήρη εγκατάστασή του ανέχεται και την ξηρασία. Καλό είναι να αποφεύγονται φτωχά και ξηρά εδάφη, αλλά και πολύ υγρά αργιλώδη. Δεν αντιμετωπίζει γενικά απειλές από ασθένειες, αλλά χρειάζεται τακτικός έλεγχος για πιθανές προσβολές από μύκητες. Πολλαπλασιάζεται αποκλειστικά με μοσχεύματα, αφού αποτελεί υβρίδιο.
Ο ελαίαγνος χρησιμοποιείται ευρέως στην κηποτεχνία για τη διαμόρφωση φραχτών ή για μεμονωμένες φυτεύσεις στον κήπο, ενώ ταυτόχρονα συντελεί σημαντικά στον έλεγχο της διάβρωσης του εδάφους. Επιλέγεται συνήθως για το διακοσμητικό φύλλωμά του, αλλά και για τα αρωματικά λευκά μικρά άνθη του.